- υπουράνιος
- -ον, θηλ. και -ία, ΜΑαυτός που φτάνει ώς τον ουρανό, ουρανομήκης («ὑπουράνιον κλέος», Ομ. Οδ.)αρχ.1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό, κάτω από το στερέωμα («ὑπουρανίων πετεηνῶν», Ομ. Ιλ.)2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπουράνιοιοι θεοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + οὐράνιος (πρβλ. ἐπ-ουράνιος)].
Dictionary of Greek. 2013.